ακαλούπιαστος

ακαλούπιαστος
ακαλούπιαστος, -η, -ο και ακαλούπωτος, -η, -ο
1. αυτός που δεν μπήκε σε καλούπι: Βλέπω πως το καπέλο μου στέκεται ακόμη ακαλούπιαστο.
2. ασουλούπωτος: Έχει κορμί ακαλούπιαστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακαλούπιαστος — η, ο [καλουπιάζω] 1. αυτός που δεν έχει μπει σε καλούπι, σε μήτρα, δεν πήρε σταθερή μορφή 2. απεριτείχιστος, απερίφραχτος (κήπος, περιοχή) 3. μτφ. κακοπλασμένος, δύσμορφος …   Dictionary of Greek

  • ακαλούπωτος — η, ο [καλουπώνω] ο ακαλούπιαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”